Κοσμικές γιορτές στο Βυζάντιο

Η κάθε μία από τις τέσσερις εποχές του έτους είχε τη δική της εορτή. Ο ερχομός της ανοίξεως χαιρετιζόταν με πολυάριθμες χορευτικές υπαίθριες εκδηλώσεις από τις οποίες η μία, ο χορός των χασάπηδων, όπως ονομάζεται στο βιβλίο των Τελετών, διατηρήθηκε στην Ελλάδα πολύ καιρό μετά την καταστροφή του Βυζαντίου (…)

Αλλά η πιο δημοφιλής εορτή, που την περίμεναν με πυρετώδη ανυπομονησία κατά τη διάρκεια όλου του έτους, ήταν η εορτή του Αγίου Ιωάννου, η οποία ερχόμενη μία μέρα ύστερα από το ηλιοστάσιο του Ιουνίου, ήταν αφιερωμένη στο καλοκαίρι. Σ’ αυτή την εορτή μιλούσε η μοίρα, που τους πληροφορούσε για το καλό ή για το κακό που μπορούσε να τους συμβεί από τον έναν Αγιο Ιωάννη μέχρι τον άλλο.

Η εορτή, ανάλογα με το αν γινόταν στην πόλη ή στο χωριό, έπαιρνε δύο διαφορετικές όψεις. Στην πόλη οι φιλικές οικογένειες συγκεντρώνονταν σ’ ένα σπίτι στο οποίο φρόντιζαν να υπάρχει ανάμεσα στα παιδιά ένα κοριτσάκι. Αυτό ντυμένο νύφη θα έπαιζε το ρόλο της Πυθίας. Η εορτή ξεκινούσε με ένα πλούσιο γεύμα, συνοδευόμενο από κατάλληλο κρασί.

Υστερα άρχιζαν να χορεύουν μέχρις ότου νύχτωνε. Τότε συγκεντρώνονταν γύρω στην κοπελίτσα, η οποία κρατούσε στα χέρια της ένα δοχείο μπρούτζινο με στενό στόμιο, όπου οι συνδαιτημόνες καλούνταν να ρίξουν ένα οποιοδήποτε λεπτό αντικείμενο, αφού προηγούμενα έγραφαν πάνω του τις ευχές τους: καλή παντρειά, πλούσια κληρονομιά, απόκτηση ενός παιδιού, καλές δουλειές κλπ. Υστερα ο καθένας με τη σειρά του ρωτούσε την κοπελίτσα για το μέλλον που του επιφυλασσόταν. Το παιδί, για να μπορέσει ν’ απαντήσει, τραβούσε από το δοχείο το πρώτο αντικείμενο που έπεφτε στο χέρι του και το πρόσφερε σ’ αυτόν που ρωτούσε για να πληροφορηθεί απ’ αυτό την τύχη του. Επειδή όμως δεν είχαν γραφτεί παρά μόνο ευχές για ευτυχία, οι απαντήσεις του χρησμού ήσαν για όλους ευχάριστες.

Τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά στην ύπαιθρο, όπου αυτή η εορτή διατηρούσε τα ίχνη των αρχαίων ειδωλολατρικών τελετών. Εβαζαν φωτιά σε σωρούς από άχυρα και πηδούσαν από πάνω. Αν οι φλόγες της φωτιάς δεν άγγιζαν τον πηδηχτή, τότε μπορούσε να είναι βέβαιος ότι κανένα δυστύχημα δεν θα του συνέβαινε κατά τη διάρκεια των δώδεκα επόμενων μηνών. Στην αντίθετη περίπτωση μπορεί να του συνέβαινε το χειρότερο κακό. Αλλά ήξεραν καλά τον τρόπο για να εξορκίσουν την κακή τύχη. Την επομένη της εορτής, ο “προορισμένος”, συνοδευόμενος από τους φίλους του, πήγαινε υπό τον ήχο των ταμπούρλων στην ακτή. Εκεί, τραγουδώντας τραγούδια προσαρμοσμένα στην περίπτωση, έπαιρναν νερό για να ραντίσουν το σπίτι του ώστε να είναι απρόσβλητο από τις δυνάμεις του κακού.

Η σημαντικότερη εορτή του φθινοπώρου ήταν η εορτή του τρύγου. Ο αυτοκράτωρ δεν παρέλειπε να συμμετάσχει σ’ αυτή πανηγυρικά, συνοδευόμενος από τον πατριάρχη. Οι υπήκοοί του έδειχναν κατή τη διάρκεια της εορτής πολύ λίγη συστολή, παραδιδόμενοι σε υπερβολική οινοποσία και φτιάχνοντας “σατανικές φάρσες” που καταδικάζονταν αυστηρά, αν και χωρίς αποτέλεσμα, από την Εκκλησία.

Ολα αυτά όμως ήταν ασήμαντα μπροστά στα όσα συνέβαιναν στην εορτή των Καλενδών, την εορτή του χειμώνα, που οι Βυζαντινοί την είχαν παραλάβει από τους Ρωμαίους και την είχαν εκχριστιανίσει. Διαρκούσε από τα Χρισούγεννα έως τις 6 Ιανουαρίου. Ενας άνεμος τρέλλας φυσούσε στο Βυζάντιο στη διάρκεια των δώδεκα αυτών ημερών. Στα σπίτια των αρχόντων μπορούσε να διαπιστώσει κανείς ότι υπήρχε μια σχετική ευπρέπεια στη διάρκεια των συμποσίων, που διαδέχονταν το ένα το άλλο χωρίς διακοπή. Οσο για το λαό, πλημμύριζε τους δρόμους και τους κρατούσε υπό την κατοχή του σαν υπέρτατος εξουσιαστής. Θορυβώδεις ομάδες διέτρεχαν την πόλη, σταματώντας μπροστά στα σπίτια των πλουσίων για να ζητήσουν δώρα με φωνές, ισχυριζόμενοι ότι τους τα χρωστούσαν. Τα μασκαρέματα ήσαν εξωφρενικά (…)

Μερικές ακόμα λέξεις για να τελειώνουμε με τις οικογενειακές εορτές. Οι γαμήλιες έορτές κατέχουν την πρώτη θέση. Εδιναν ευκαιρία σε πολλαπλές και μακρόχρονες διασκεδάσεις, που άρχιζαν αμέσως μετά τη γαμήλια ευλογία. Ο ιερεύς πρόσφερε ένα κύπελλο κρασί στους νεοπαντρεμένους πρώτα και στους γονείς τους ύστερα. Αφού άδειαζε κι αυτός το δικό του ποτήρι, έμπαινε μπροστά στο χορό, παρασέρνοντας σ’ αυτόν όλους τους παρευρισκόμενους υπό τη συνοδεία ενός ρυθμού εύθυμου και πεταχτού.

Ετσι τέλειωνε η θρησκευτική τελετή. Το γλέντι τότε μπορούσε ν’ αρχίσει. Ανοιγε με το “χορό του λιβανίσματος”. Επτά παντρεμένα ζευγάρια, έχοντας επικεφαλής τους το ζευγάρι των νεόνυμφων, άρχιζαν να χορεύουν τραγουδώντας γύρω από τον ιερέα, ο οποίος κρατώντας στο χέρι ένα θυμιατό, λιβάνιζε κάθε ζευγάρι που περνούσε από μπροστά του. Υστερα γινόταν η αποκάλυψη της νύφης. Ο ιερεύς, χρησιμοποιώντας ένα είδος σπαθιού που ονομαζόταν “γαμήλιο”, ανασήκωνε το πέπλο και αποκάλυπτε το πρόσωπό της, Υστερα καθόταν στο τραπέζι. Εκεί τέλειωνε ο ρόλος του. Η Εκκλησία του απαγόρευε να πάρει μέρος στο γαμήλιο γεύμα.

Η εορτή τέλειωνε μ’ ένα τρομερά θορυβώδη νυκτερινό περίπατο, μέσα από τους δρόμους της κοιμισμένης συνοικίας. Η νύφη βάδιζε επικεφαλής της πομπής. Πιο μπροστά όμως κι απ’ αυτή βάδιζαν μίμοι και εύθυμοι τραγουδιστές που τραγουδούσαν δυνατά, πικάντικα επιθαλάμια τραγούδια.

Ζεράρ Βάλτερ

Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο στον αιώνα των Κομνηνών

Εκδ. Ωκεανίς, σελ. 213-257.